- τραχηλίζω
- ΝΑ [τράχηλος]κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να τό σφάξωμσν.-αρχ.(κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένααυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ)αρχ.1. (κυρίως για παλαιστή) πιάνω τον αντίπαλο από τον τράχηλο για να τόν ρίξω κάτω ή κάμπτω τον τράχηλό του προς τα πίσω και έτσι τόν καταβάλλω2. (για άλογο) ρίχνω κάτω από τον τράχηλό μου τον αναβάτη3. μτφ. είμαι ο αίτιος τών κακουχιών που υφίσταται ο αντίπαλος πολεμιστής4. παθ. τραχηλίζομαια) (στην πάλη) κάνω χρήση τής τεχνικής τού τραχηλισμούβ) μέ πιάνει ο αντίπαλος από τον τράχηλο, καταβάλλομαιγ) (για πλοία) βυθίζομαι με την πλώρη προς τα κάτω μέσα σε δίνηδ) μτφ. υποκύπτω ολοκληρωτικά σε κάτι («τραχηλιζόμενοι ταῑς ἐπιθυμίαις, πάνθ' ὑπομένουσι δρᾱν τε πάσχειν», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.